- επιτακτικός
- -ή, -ό (Α ἐπιτακτικός, -ή, -όν) [επιτάκτης]νεοελλ.1. αυτός που γίνεται με εντολή2. (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική εντολή» — η εντολή από τους εκλογείς τής περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τούς αντιπροσωπεύει3. αυτός που η εκτέλεση ή επίλυσή του δεν επιδέχεται παραμέληση ή αναβολή, αναπόφευκτος, απολύτως αναγκαίος («επιτακτική ανάγκη»)αρχ.1. ο ικανός να επιτάσσει, αυτός που ασκεί εξουσία2. φρ. «ἐπιτακτική τέχνη» — η τέχνη να δίνει κανείς εντολές, να επιτάσσει (Πλάτ.).επίρρ...επιτακτικώς και -άμε τρόπο προστακτικό, πιεστικά.
Dictionary of Greek. 2013.